- κουνγκ-φου
- τοείδος κινεζικής πάλης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. kungfu < κινεζ. kungfu «επιδεξιότητα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κομφούκιος — (Τσουελί, Σαντούνγκ 551 – Τσιφού 479 π.Χ.). Κινέζος φιλόσοφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κουνγκ Τα’ιέου. Οι μαθητές του τον αποκαλούσαν Κουνγκ Φου Τσε (= ο σεβάσμιος διδάσκαλος Κουνγκ). Οι πρώτοι ιεραπόστολοι εκλατίνισαν το όνομα αυτό σε… … Dictionary of Greek
Καραντάιν, Ντέιβιντ — (David Carradine, Καλιφόρνια 1936 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης, συνθέτης και τραγουδιστής. Μεγαλύτερος αδελφός του Κιθ Καραντάιν (βλ. λ.) έγινε γνωστός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά Κουνγκ Φου (1972 74). Σπούδασε… … Dictionary of Greek